- στρουθοί
- στρουθόςsparrowmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στροῦθοι — στρουθός sparrow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
κατάγειος — κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι… … Dictionary of Greek
στρουθός — ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α (λόγιος τ.) ο σπουργίτης αρχ. 1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών 2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον* β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά… … Dictionary of Greek